Αναβότας

Αναβότας
ο
ο Αναβάτης ανδρικό όνομα τής Μυκηναϊκής (a-na-qo-ta).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + -βότας (αττ-βάτης) < ΙΕ *gwmtās (το m στη Μυκηναϊκή δίνει ο αντί α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”